Κώστας Οὐράνης Πρωΐ στὸ Ἅγιον Ὄρος Ἀπὸ τὸ: «Ταξίδια: Ἑλλάδα» ἔκδ. Ἑστία, 1949. Πρωΐ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Θεῖο ἀνοιξιάτικο πρωΐ!... Ἡ νυχτερινὴ ὑπνοβατικὴ καὶ μυστηριώδης ἀτμόσφαιρα τῆς μονῆς τῆς Λαύρας ἔχει διαλυθεῖ σὰν καταχνιά. Ὅλα εἶναι φῶς, εἰρήνη καὶ καλωσύνη. Ἀκύμαντο, κατάχρυσο κι ἀτέρμονο, κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας, τὸ Αἰγαῖο. Καταπράσινες, γελαστὲς καὶ κατάστικτες ἀγριολούλουδα οἱ πλαγιές. Βαθὺς καὶ καταγάλανος ὁ οὐρανός. Κανεὶς ἦχος ζωῆς δὲν ταράζει τὴ μαγεμένη σιγή. Δὲν ἀκούεται ἐδῶ οὔτε τρουγκάνι προβάτου, οὔτε κὰν ἡ διάτορη κραυγὴ τοῦ πετεινοῦ. Ἡ γαλήνη ἔχει κάτι τὸ ἐξώκοσμο. Ὁ γλυκὸς πρωϊνὸς ἀέρας δὲ φέρνει ὡς τὸν πανοπτικὸ ἐξώστη τοῦ ξενῶνα μας παρὰ ἀρώματα μόνο...΄ Ποτισμένο φῶς, τὸ μεγάλο αἰωνόβιο μοναστήρι προσθέτει στὴ γενικὴ εἰρήνη καὶ τὴ δική του. Οἱ περισσότεροι μοναχοί, κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ὁλονυχτία στὴν ἐκκλησία, θὰ κοιμοῦνται ἀκόμα. Δυό-τρεῖς μόνο μαῦρες σιλουέτες, ἀκίνητες σὰν κουρνιασμένα κοράκια στὰ ξύλινα μπαλκόνια τους, τὰ κρεμασμένα ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς μονῆς, κοιτᾶν τὸ φωτεινὸ ὄνειρο τοῦ πελάγου. Φῶς καὶ εἰρήνη. Ἡ ἀπέραντη ἐσωτερικὴ αὐλή τῆς μονῆς εἶναι ἐντελῶς ἔρημη. Ἔρημη σὰν τὴν ἔρημο. Οἱ πλάκες της γυαλίζουν στὸν ἥλιο, κι ἀνάμεσά τους ἔχουν φυτρώσει χορτάρια. Δὲ βλέπει κανεὶς οὔτε μιὰ γάτα νὰ τεντώνεται ρᾴθυμα μέσα στὸ φῶς, οὔτε ἕνα πουλὶ ποὺ νὰ σπαθίζει τὸ φῶς μὲ τὸ γοργό του ἴσκιο. Στὸ κέντρο τῆς αὐλῆς, ἡ μικρὴ βυζαντινὴ ἐκκλησία μὲ τοὺς κατακόκκινους τοίχους καὶ τοὺς μολυβένιους τρούλους εἶναι κλειστὴ καὶ κοιμισμένη. Στὴ Φιάλη –τὸ μικρὸ ὀκτάγωνο κτίσμα μὲ τοὺς λευκοὺς κίονες καὶ τὴ μαρμάρινη στὴ μέση δεξαμενή, ὅπου ἁγιάζονται τὰ νερὰ τῶν Ἐπιφανίων- δὲν ἀκούγεται ὁ παραμικρότερος ψίθυρος τρεχούμενου νεροῦ. Ἀκίνητες κ’ οἱ κορφὲς τῶν δύο πανύψηλων κυπαρισσιῶν ποὺ φύτεψε, πρὶν χίλια χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς μονῆς. Καὶ ὅμως, καμιὰ μελαγχολία σ' αὐτὴ τὴν ἀταραξία τῶν πάντων. Στὶς μολυβένιες σκεπὲς τῶν γέρικων ἐξαρτημάτων τῆς μονῆς ὁ καιρὸς ἔχει ἐναποθέσει κατάχρυση πατίνα• τὰ σαθρὰ ξύλινα μπαλκόνια τῶν κελλιῶν, ποὺ στηρίζονται μὲ πατάρια στὰ τείχη καὶ φαντάζουν σὰν περιστεριῶνες, ἔχουν γλάστρες μὲ λουλούδια καὶ πράσινα φεστόνια κληματαριᾶς• ἀπ' τὴν ταράτσα τοῦ ξενῶνα κρέμονται τὰ διακοσμητικὰ μὼβ τσαμπιὰ τῶν σαλκιμιῶν• οἱ μισοσβησμένες βυζαντινὲς τοιχογραφίες στὴν πρόσοψη τῆς ἀρχαίας Τράπεζας, ὅπου συνέτρωγαν, ἄλλους αἰῶνες, οἱ μοναχοί, συνθέτουν μπουκέτα ζωηρῶν πρόσχαρων χρωμάτων. Τίποτα δὲν ἀναδίνει τὴ θλίψη ἐκείνη ἀπ' τὰ γέρικα πράματα ποὺ τὰ ἀποσυνθέτει ὅλο καὶ περισσότερο ὁ καιρός. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ πέτρινοι τάφοι τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν ἐπισκόπων περασμένων ἐποχῶν, ποὺ εἶναι σὲ μιὰν ἄκρη τῆς αὐλῆς κάτω ἀπὸ μικρὲς καμάρες, κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ τάφοι δὲ γεννοῦν σκέψεις θανάτου. Ἡ εἰρήνη ποὺ περίλουζε, μαζὶ μὲ τὸ φῶς, τὰ πάντα, εἴταν ἐκείνη πού, ξεπερνώντας τὸ θάνατο, σμίγει μὲ τὴν αἰωνιότητα... Ὅλες τὶς ὧρες ποὺ περάσαμε στὴ Λαύρα, εἴταν ἡ ἴδια εἰρήνη κ’ ἡ ἴδια σιωπή. Κάποτε-κάποτε βλέπαμε ἕνα μοναχὸ πού 'βγαινε νὰ καθήσει στὸν περιστεριῶνα του ἤ ἕναν ἄλλο ποὺ περνοῦσε ἀργὰ κι ἀθόρυβα τὴν ἀπέραντη χορταριασμένη αὐλή. Ἀλλὰ εἴταν σὰ νὰ μὴν εἶχαν ἀντιληφθεῖ τὴν παρουσία μας - ἤ σὰ νὰ μὴν ἐνδιαφέρονταν γι' αὐτήν. Κανεὶς δέ μᾶς πλησίασε νὰ μᾶς μιλήσει, νὰ μᾶς ρωτήσει γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή. Δὲν εἴταν ὁ κανονισμὸς ποὺ τοὺς ὑποχρέωνε—ὅπως στὰ μοναστήρια τῶν λευκῶν Βενεδικτίνων, ὅπου σ' ὅλους τοὺς τοίχους, σ' ὅλες τὶς πόρτες, παντοῦ, εἶναι γραμμένη μὲ μεγάλα μαῦρα γράμματα ἡ ἐπιταγή: Silentio! Σιωπή!... Ἀλλὰ θά 'ταν, φαντάζομαι, ἡ ἀπόλυτη πιὰ ἀδιαφορία γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει ἀπὸ χρόνια καὶ χρόνια κ' εἶχαν κόψει μαζί του κάθε δεσμό. Ζώντας σ’ ἕνα στενὸ κύκλο παμπάλαιων θρησκευτικῶν τύπων, μὲ ἀποκλειστικὴ ἀπασχόληση τὰ εἰρηνικὰ ἔργα τῆς γῆς, μὲ μόνο θέαμα τὶς ἀλλαγὲς τῶν ἐποχῶν τοῦ χρόνου γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι τους, μὲ μόνα γεγονότα τοὺς θανάτους τῶν γερόντων τους, εἴταν φυσικό νά 'χουν πιὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀπὸ τὶς φροντίδες τους καὶ τὰ ζητήματά τους. Ἡ σκέψη τους θά 'χε ἀποκτήσει τὸ νυσταγμένο, τὸ μηχανικὸ καὶ μονότονο βάδισμα τοῦ μουλαριοῦ τοῦ δεμένου σὲ μαγγανοπήγαδο: θὰ γύριζε ὁλοένα γύρω ἀπὸ τὰ ἴδια πράματα πάντα... Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ προϊστάμενοι τῆς μονῆς, μ' ὅλο ποὺ εἴταν πιὸ ἀναπτυγμένοι, δὲν εἶχαν νοιώσει—θυμᾶμαι—τὴν ἀνάγκη νὰ μᾶς ρωτήσουν τίποτα, ὅταν, τὴν ὥρα ποὺ φθάσαμε, μᾶς ὁδήγησαν στὴ μεγάλη αἴθουσα τοῦ ξενῶνα, γιὰ νὰ μᾶς τρατάρουν τὸ γλυκὸ καὶ τὸν καφέ τοῦ καλωσορίσματος. Εἶχαν καθήσει μὲ σοβαρότητα Ρωμαίων συγκλητικῶν σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ καθίσματα, μᾶς ἔβαλαν νὰ καθήσομε σὲ μιὰν ἄλλη σειρὰ ἀντίκρυ τους, κι ἀφοῦ πληροφορήθηκαν τυπικὰ ἂν κάναμε καλὸ ταξίδι καὶ πόσο σκοπεύαμε νὰ μείνομε στὴ μονή τους, σώπασαν ἱκανοποιημένοι κι ἀπόμειναν χαϊδεύοντας τὶς πατριαρχικὲς γενειάδες τοὺς κ' ἐξετάζοντάς μας μὲ τὰ μάτια, ὅπως οἱ πελάτες ἑνὸς γιατροῦ, ποὺ περιμένουν στὸν ἀντιθάλαμο τὴ σειρά τους, ἐξετάζουν αὐτοὺς ποὺ μπῆκαν καὶ κάθησαν τελευταῖοι... Ἄρχισε τότε γιὰ μᾶς τὸ ἐξαίσιο ξετύλιγμα τῶν κάβων, τῶν ὅρμων, τῶν πλαγιῶν καὶ τῶν μοναστηριῶν τῆς πλευρᾶς αὐτῆς τοῦ Ἄθω. Ἕνα-ἕνα τὰ μοναστήρια τοῦ Καρακάλου, τοῦ Φιλοθέου, τῶν Ἰβήρων, τοῦ Σταυρονικήτα, τοῦ Παντοκράτορα, πέρασαν ἀπὸ τὰ μάτια μας—Ἄλλα στὸ ὕψος καταπράσινων λόφων, ἄλλα πάνω σὲ κοκκινόμαυρους βράχους τῆς ἀκτῆς, κι ἄλλα κοντὰ στὶς ἀμμουδιὲς μικρῶν γραφικῶν κόλπων. Βλέπαμε τοὺς μεσαιωνικοὺς πύργους τους, τοὺς μολυβένιους τρούλους, τ' ἀναρίθμητα μπαλκόνια τῶν κελλιῶν τους, τὰ ψηλὰ φρουριακὰ τείχη—τὴ λευκὴ κι ἀπέραντη γαλήνη τους. Περνοῦσαν σὰν ὁράματα καὶ χάνονταν πίσω ἀπὸ τοὺς κάβους—ποὺ τοὺς διαδέχονταν ἄλλοι κάβοι. Διαφορετικά τὸ ἕνα ἀπὸ τ' ἄλλο στὸν ὄγκο καὶ τὴν ἀρχιτεκτονική, περικλείνανε τὶς ἴδιες χαυνωμένες ζωές, τὰ ἴδια παλιὰ χειρόγραφα, τὶς ἴδιες βυζαντινὲς τοιχογραφίες, τὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα παρελθόντος... Ἡ βενζινόβαρκα τοῦ Μιαούλη γλιστροῦσε ὧρες πάνω στὴ φωτεινὴ καὶ γαλήνια θάλασσα. Ἐπὶ τέλους, περνώντας τὸ παραπέτασμα ἑνὸς τελευταίου κάβου, εἴδαμε ν' ἀνοίγεται ἕνας μεγάλος κόλπος, ποὺ στὴ μέση του ὑψωνόταν ἕνα πλῆθος κόκκινες καὶ μολυβένιες σκεπές, τροῦλοι, πύργοι καὶ τείχη: εἴταν τὸ Βατοπέδι, ἡ πλουσιότερη καὶ μεγαλύτερη μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
From '
Travels in Greece' by Costas Ouranis
Daybreak on
Mount Athos. Divine spring morning
The nightly
hypnotic and mysterious atmosphere has dispelled, like mist. All is light, peace
and kindness. Waveless, pure gold and infinite, beneath our feet, the Aegean. The sky, deep and azure. The slopes are all green, cheerful
and dotted with wild flowers. No sound of life breaks the enchanted silence.
Neither the clunk of sheepbell nor the
ear-piercing doodle of the rooster can be heard. Stillness, outworldly. Fragrances only does the soothing morning
breeze carry to the panoramic balcony of our guest room.
Soaked in
light, the great age-old monastery adds its own peace to the general peace. Most monks, exhausted by the all night vigil at church,
will still be sleeping.
Two or
three dark shapes, motionless like
perched crows on their wooden balconies suspended on the outer walls of the
monastery, gazing at the luminous dream
of the Archipelago.
Light and peace.
The vast inner court is totally void, desert-like. The stones glimmer in the
sun and among them blades of grass. Not even a cat languidly stretching in the
light , nor even a bird, swift-winged shadow dashing the luminescence. Centre-
court the little byzantine church of brick-red walls and lead domes is closed
and slumbering. At the Phial- the little octagon structure of white columns and the central marble font,
where Epiphany waters are blessed- not a mere whisper of running water. Still even
the tips of the two grand cypresses planted by St Athanasios, the founder of
the monastery, 1,000 years ago.
And yet, no
melancholy in this ataraxia of everything.
On the lead roofs of the old elements of the monastery, the weather has
laid a golden tint - the flimsy wooden balconies of the cells, standing on
lofts on the walls like pigeon holes, have pots with flowers and green festoons
of vines, and from the decorative mauve bunches of grapes, the half faded
murals in front of the ancient altar, where they dined in times long gone,
compose bouquets of bright, cheerful colours. Nothing permeates that sadness of
old things that decompose more and more with time. Not even those old tombs of
the patriarchs and bishops of past times, in a far corner of the grassy court,
under little arches, bear thoughts of death. The peace that soaked in the
light, everything, was what, surpassing the pale rider, joins eternity.
All the
hours we spent in Lavra, the same tranquility, the same silence. Now and then,
our attention was drawn by a monk coming out to rest at the dove-cote, or
another passing by, slowly, like a whisper, in the vast grassy court. But it
was as if they hadn’t noticed our presence, or as if they didn’t care for it.
Not a soul approached to talk to us, ask us about the world or life. It was not
the regulation that obliged them- like in the monasteries of the white
Benedictines, where on every wall , on all doors, everywhere, in big black
letters the notice: “Silentio! Silence!”
But it would be, I imagine, the complete indifference about the world, which
they had abandoned for years and had burned every bridge. Living in a narrow
cycle of age old religious forms , with their sole pastime the peaceful works
of the soil, with the changes of the seasons around their monastery, the only
events the deaths of their peers, it was natural they had been alienated from
the life of others, their cares and their worries. Their thought would have
gained the sluggish and trudgy walk of the mule tied to the drawing well, going
endlessly around it.
And even the
prefects, though more wordly, had not felt the need – I recall- to ask us about
anything on our arrival. We were led to
the great hall of the guesthouse ( the arhondariki) to be offered a local treat
and the welcoming coffee. They sat themselves, as serious as Roman senators, in
a row of seats. They had us sit in another row across them; and after they were formally informed about
our having had a good journey and the expected duration of our stay, they fell
silent, content, and ended up stroking their patriarchal long beards,
inspecting us like a doctor’s patients waiting at the antechamber for their
turn do with those last to come.
Then began
for us the exquisite unraveling of the promontories, the coves, the slopes and
the monasteries of this Athos’ side. One by one the monasteries of Karakalou, Filotheou, Iviron, Stavronikita,
Pantokratora paraded in front of
our eyes. Some at the tops of lush green hills, others on red and black cliffs
of the coast and others near the sandy beaches of small picturesque bays. We
would see their medieval towers, the lead domes, the countless balconies of
their cells, the imposing castle walls – their white and endless
peacefulness. They appeared like visions
and faded behind the promontories – succeeded by other promontories. Different
from each other in size and style, they encompassed the same drowsy lives, the
same old manuscripts, the same byzantine murals, the same atmosphere of past.
The petrol
boat of Miaoulis glided for hours on the bright serene sea. Eventually, past the rideau of the last
promontory, we saw a gulf opening, in its middle a crowd of red and lead roofs,
domes , towers and walls; it was Vatopedi, the richest and grandest monastery
of Mt. Athos.
|
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016
Η πεταλούδα της Μαγαδασκάρης
Αντί εισαγωγής
Μιά πεταλούδα στη Μαγαδασκάρη ξύπνησε και τίναξε λίγο τα
φτερά της να τεντωθεί. Ενα απειροελάχιστο συμβάν στην συμπαντική πληρότητα .
Και το μικροσκοπικό τούτο πλασματάκι δημιούργησε ένα εξ’ίσου
μικροσκοπικό ρεύμα αέρα.
Και αυτό το ρεύμα έθεσε σε λειτουργία τους αδυσώπητους
φυσικούς νόμους της δράσης και της αντίδρασης.
Πρώτα αντέδρασε το άμεσο περιβάλλον. Ενας χαμαιλέοντας στο
διπλανό κλαδί αισθάνθηκε την δόνηση στο ευαίσθητο δέρμα πίσω από το αυτί του
και τίναξε τη μακριά γλώσσα του προς την πεταλούδα. Και αστόχησε γιατί εκείνη
τη στιγμή περνούσε ένα πουλί μπροστά του.
Το πουλί πολύ ταράχτηκε από την γλώσσα του χαμαιλέοντα, ε
πρωινιάτικα κι αυτός να σε χτυπάει με μια γλωσσάρα νά ; Και τινάχτηκε ψηλά κρώζοντας και
φτερουγίζοντας απελπισμένα.
Και δημιούργησε ένα ισχυρότερο ρεύμα αέρα . Και το αεράκι το
πρωινό που φυσούσε εκείνη τη στιγμή άλλαξε προσωρινά κατεύθυνση και χτύπησε
–έτσι ζεστό και υγρό που ήταν , ε στη Μαγαδασκάρη βρισκόμαστε λέμε, ένα πιο
κρύο ρεύμα από πάνω του.
Κι αυτό τινάχτηκε σαν να το χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Είναι
να σε χτυπάει το ζεστό και υγρό έτσι κρύο που είσαι ; Είναι τουλάχιστο αγενές, κύριε.
Και άλλαξε πορεία, χτυπώντας στο δρόμο του ένα σύννεφο που
περιδιάβαζε αμέριμνο εκεί κοντά. Μαύρισε από το κακό του το σύγνεφο, μαζεύτηκαν
και κάτι φίλοι του που ήταν πιο πέρα, μαύρισαν κι αυτά από την τσατίλα τους που
αυτό το κακό κρύο ρεύμα χτύπησε έτσι άσπλαχνα τον φιλαράκο τους που απλά
περιδιάβαινε.
Και , όπως λένε και οι μετεωρολόγοι- θεωρητικοί και
πρακτικοί αδιακρίτως–όταν μαυρίζουν τα
σύννεφα ρίχνουν τη μαύρη τους χολή ως
βροχή. Είναι η φύση τους…
Και η βροχή έπεσε στου Κουροσίβο την πλάτη, του Κουροσίβο
που έκανε την καθημερινή του περιπολία μέχρι την μακρινή απονία Γιαπονία,
ανέμελο.
Σαν χέλι ηλεκτροφόρο τραντάχτηκε το Κουροσίβο. Και σ’όλη τη
σπονδυλική του στήλη τα υπόγεια ρεύματα φώναζαν : “ Βροχή στην πλάτη μου, έ ; Τώρα
θα δείτε! “ .Και είναι και μακρυνάρης
αυτός ο Κουροσίβος , μια σπονδυλική στήλη , με το συμπάθειο.
Κι έτσι έβρεξε στη Γιοκοχάμα ( γιατί το Κουροσίβο έτσι ζεστό
που είναι ζεστάθηκε κι άλλο από την τσατίλα του, εξατμίστηκε και τα καινούρια
σύννεφα που δημιουργήθηκαν πέτυχαν άλλο ένα κρύο ρεύμα αγέρα εκεί πάνω από τη
Γιοκοχάμα που είναι οι πατούσες του Κουροσίβου και εννοείται τα πήραν από την
αγένεια και μπλάβιασαν και μπουμπούνισαν κι αστράψανε και βρέξανε )
Κατακλυσμούς πιά ρίξανε γιατί έχει πολύ νερό ο Κουροσίβος.
Και η Γιοκοχάμα πλημμύρισε. Και η PSONY-ERKISON, και η MANYO και η NITSAN έκλεισαν αφού ούτε οι εργάτες μπορούσαν να
πάνε στη δουλιά ούτε τα μηχανήματα να δουλέψουν χωρίς εργάτες .Και οι δείχτες
ανεργίας στην απονία Γιαπονία εκτινάχτηκαν στα ύψη, και η έλλειψη παραγωγής και
εξαγωγών έστειλαν τον δείκτη ( του δακτύλου ) η μάλλον τον μεσαίο στον Τόκιο
στα τάρταρα . Κι επηρεάστηκε κι η Νέα Γιόρκη και εις Παρισίους και η Λόντρα και
παντού στον στρογγυλό σαν πορτοκάλι αλλα ελάχιστα ζουμερό πλανήτη επικράτησε το
χάος και ο ζόφος και η ανησυχία.
“ Αχ τόπανε οι Μάγια, οι Εβραίοι, οι Κινέζοι! Ερχεται η
συντέλεια του κόσμου! “
Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, μαρξιστές , αγνωστικιστές, άθεοι,
Ταοιστές, ανιμιστές , μιλιταριστές και φασίστες, ακόμη και οι πιστοί της
Υστατης Γέννησης συμφωνούσαν μεταξύ τους στην ανησυχία.
Βροχή λοιπόν και αστραπόβροντα στην Απονία, αναμπουμπούλα
στις χρηματαγορές του κόσμου ( παρεμπιπτόντως, η αγορά στην αρχαιότητα ήταν
χώρος συνάθροισης και ανεπίσημης επικοινωνίας των ανθρώπων της πόλης, άντε να
πουλούσαν και τα προιόντα του ο καθένας, πώς φτάσαμε να πουλάμε και να
αγοράζουμε –ανύπαρκτο – χρήμα δεν γνωρίζω δεν ερωτώ ) . Και απλώθηκε η
κακοκαιρία και η μιζέρια και η κακοτυχιά από το Γιβραλτάρ στη Χονολουλού και
από την Εσωτερική Μογγολία στο Κατάρ.
Και στην αγαπημένη Θεσσαλονίκη, στον γλυκύ Θερμαικό της,
της όμορφης Ελλάδας όπου όλα αργούν γενικώς, επικράτησε
το μάτι του κυκλώνα, απόλυτη νηνεμία. Και οι γιοί κι οι κόρες του Κασσάνδρου
και των απογόνων της Θέρμης και των άλλων μικροοικισμών που ενώθηκαν σ’αυτή την
πόλη γυναίκα κοσμοπολίτισσα γεμάτη καμπύλες και νάζια και χαρές απολάμβαναν τον
απογευματινό τους ήλιο και τις φραπεδιές τους, νωχελικά, στην παραλία από το
Λιμάνι μέχρι το Μικρό Καραμπουρνάκι , όσοι βέβαια απόμειναν μετά από τους είκοσι χιλιάδες σφαγμένους στον Ιππόδρομου, τους
άλλους σφαγμένους τους ξεχασμένους του Αλέξιου Κομνηνού, τους Εβραίους αργότερα
και μετά όσους δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις.
Όμως κάτι έλειπε,Α ναί, γιατί δεν γινότανε η ετήσια
ιστιοδρομία του Πανθεσσαλονίκιου Εθνικοχριστιανικού Ιπποιστιοαντισφαιρικοχορευτικού Ομίλου ( Π.Ε.Ι.Ο ) ; Μα γιατί δεν φύσαγε!
Απελπισμένα τα μέλη, γόνοι εκ λεκτών και επι φανών οικογενειών της πόλης ( αλλα και της πολίχνης ) τηλεφωνούσαν στα
γραφεία του Π.Ε.Ι.Ο και απαιτούσαν από τον Πρόεδρο, τον Γενικό Γραμματέα, τον
Ειδικό επι των Ιστίων Γραμματέα και ολάκερο το Διοικητικό Ινστιτούτο
Διακυβέρνησης του Πανθεσσαλονίκειου Ελληνοκλπ
Ιπποκλπ Ομίλου ( Δ.Ι.Δ.Π.Ε.Ι.Ο ) να επιληφθούν αμέσως της
καταστάσεως , της καταστάσεως λέγομεν , και να διεξαχθούν πάραυτα οι πλόες, να
ξομπλιαστούν τα ξάρτια, να τεντωθούν τα παλαμάρια, να φουσκώσουν τα ιστία και
να ανεμίσει περήφανα η ελληνική σημαία με τον σταυρό, τον δικέφαλο αετό και το
έμβλημα του Ομίλου , ένας βουκεφάλας που χορεύοντας βάλς –γερμανικό εννοείται –
και κρατώντας ρακέτα τέννις κυβερνά το σκάφος του.
Ο Πρόεδρος ( ένας είναι ο Πρόεδρος ) κάθιδρος κάλεσε τον ΓΓ,
τον ΕιδΙΓρ σε έκτακτη συνεδρίαση στο γραφείο του Ομίλου και τηλεφωνικώς
απαίτησαν οι τρείς την ψήφιση –τηλεφωνικώς βεβαίως βεβαίως – εκτάκτων μέτρων
από το Δ.Ι.Δ. Π.Ε.Ι.Ο. , ώστε να έχουν το ελεύθερο για τη λύση που αμέσως
σκέφτηκαν( τα σαίνια).
Και η λύση; Συγκέντρωση και πορεία προς τον λαόν της
Θεσσαλονίκης βέβαια! Με αφετηρία τα γραφεία του Ομίλου ( κάπου στη Διαλέττη, σε
ένα από τα διαμερίσματα του ΓΓ, εκεί κοντά στη ΧΑΝΘ ( όλα τα μέλη του Ομίλου
μέλη εκεί βεβαίως βεβαίως ) και κατεύθυνση τον Λευκό Πύργο. Απαίτησις των διαδηλωτών και πρόσκλησις –πρόκλησις προς τους
αδούλωτους στους εαμοβουλγάρους
κομμουνιστάς άθεους συμπολίτας να
μαζευτούν όλοι στην παραλία μπροστά στον Πύργο
και να φυσήξουν – δυνατά δυνατά ! – ίνα καταστεί δυνατή η άψογος
διεξαγωγή της πρώτης , και εορταστικής , ιστιοδρομίας.
Μόνον που ξέχασαν να βγάλουν ανακοίνωση προς τα ΜΜΕ ( Μέσα
Μαζικής Εξαπάτη εεε Ενημερώσεως Ενημερώσεως
) και να ενημερώσουν τας αρχάς της πόλεως .
Μαζεύτηκαν . Είκοσι. Πλακάτ. Συνθήματα. Πάθος .Ενταση.
Προκοίλια λόγω αστακομακαρονάδας. Ιδρώτας.
Πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας εκεί στα Ηλύσια ,
είπανε να φάνε και μια μπουγάτσα να στανιάρουν.
Κι εκεί τους απέκλεισαν.Τρείς κλούβες, τα ΤΣΑΤ, τα ΦΑΤ, τα
ΠΑΤ , η άρτι δημιουργηθείσα ομάδα Επί Λάμα ( των Ανδεων για αφού ) Καταδρομέων
, όλες οι κουστωδίες. Πάνοπλοι Ααπιδοφόροι Κρανοφόροι Φόροι. Και εκεί που
εθαύμαζαν αυτά τα λαμπρά δείγματα
ελληνοχριστιανικού πολιτισμού …….”Ιδώ θα μείνουτι ! “ , τους παρήγγειλε
στεντορεία τη φωνή ( συγγνώμη δια την έλλειψιν δασειών, υπογεγραμμένων, βαρειών
και άλλων ελληνοχριστιανικών σημείων στίξεως , ο - εβρέος Βασίλειος Πύλες δεν δίνει ) και αγέρωχον ύφος είς ανθυπουοπουποδεκανεύς με επτά παράσημα στο δεξιόν ( βεβαίως βεβαίως
) βυζί .Απο τη Λαμία τα είχε , όταν βιαίως μέν δικαίως δε διέλυσαν μίαν
διαδήλωσιν κτηνοτρόφων της ταλαντούχου Αταλάντης που δεν κατέβαζαν οι κατσίκες
τους γάλα και διαμαρτύρονταν εκεί που ο Λεωνίδας θυμίζει στους πάντες τους
εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες εναντίων των δυνάμεων του παγκόσμιου κεφαλαίου
και ιμπεριαλισμού, με πλέρια συνείδηση.
Και βεβαίως αι αρμόδιαι αρχαί απέκλεισαν προληπτικώς και για
την προστασίαν του φιλοθεάμονος κοινού και της δημοσίας ασφαλείας τας οδούς Εγνατίαν από το ύψος της Μπότσαρη,
Τσιμισκή εννοείται από του Στρατηγείου μέχρι την Αναγεννήσεως , Ερμού και Αγίου
Δημητρίου στα πέριξ ( φωτιές να καίνε ) .
( Μετά από αστραπιαίαν σκέψιν , περίσκεψιν και σύσκεψιν απεφασίσθη η ελευθέρα
ροή της περιφερειακής ίνα διευκολυνθεί η πρόσβασις των κοινών τζίπ , Μπενεβε
και Μερτσεντέ εις το Θέατρον Δάσους όπου
θα διεξήγετο συναυλία της των συμφωνικών
Μπούχενβαλντ και Αουσβιτς με έκτακτον ,
ώ τι έκτακτον ! , συμμετοχήν του πρώην εθνάρχου Στριλλιανού Πιττακού ως αοιδού
δια πρώτην φοράν στην πολυετή καριέραν του.
Και ο Α.Ο.Σ.Θ. βεβαίως βεβαίως έκλεισε τα αμαξοστάσια
–αεροστεγώς- ίνα μη βανδαλισθούν τα
εκπάγλου καλλονής και τεχνολογίας αιχμής λεωφορεία του υπο τών αναρχικών Ιπποιστιοαντισφαιροχορευτών.
Σταμάτησε και το μετρό
Και αλλού……
Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016
Η νύχτα αργοσαλεύει το μαύρο της κορμί
κι εγώ μαζεύω αστέρια πρίν με δεί
σου φύλαξα μιά χούφτα
για δώρο σάν θαρθώ
το φώς τους ν'απαλύνει τον καημό
Ξυπόλυτη θα φύγω, τη μέρα μή ξυπνήσω,
ηλιοφιλήματα να σε γεμίσω
Το κύμα θα υφάνω, θα πλέξω τον αφρό,
δροσιά, στης σκέψης σου τον πυρετό.
Κι ό,τι πιό όμορφο θα βρώ, στον δρόμο μου
τον μακρυνό,
σφιχτά, για σένα μόνο θα κρατώ
Α.Π..
κι εγώ μαζεύω αστέρια πρίν με δεί
σου φύλαξα μιά χούφτα
για δώρο σάν θαρθώ
το φώς τους ν'απαλύνει τον καημό
Ξυπόλυτη θα φύγω, τη μέρα μή ξυπνήσω,
ηλιοφιλήματα να σε γεμίσω
Το κύμα θα υφάνω, θα πλέξω τον αφρό,
δροσιά, στης σκέψης σου τον πυρετό.
Κι ό,τι πιό όμορφο θα βρώ, στον δρόμο μου
τον μακρυνό,
σφιχτά, για σένα μόνο θα κρατώ
Α.Π..
Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016
Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016
δέδυκε μέν ά σελάννα καί Πληίαδες μέσαι δέ νύκτες παρά δ' έρχετ' ώρα έγω δέ μόνα καθεύδω
αλγεσίδωρος μυθόπλοκος ¨Ερος δ'ετίναξε μοι φρένας ώς άνεμος κάτ όρος δρύσιν εμπέτων
γρήγορα ή ώρα πέρασε ' μεσάνυχτα κοντεύουν 'πάει τό φεγγάρι πάει κι ή Πούλια βασιλέψανε ' καί μόνο εγώ κοίτομαι δώ μονάχη κι έρημη
Ο ¨Ερωτας πού βάσανα μοιράζει , ο ¨Ερωτας πού παραμύθια πλάθει
μού άρπαξε τήν ψυχή μου καί τήν τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τά βουνά χυμάει μέσα στούς δρύς φυσομανώντας
αλγεσίδωρος μυθόπλοκος ¨Ερος δ'ετίναξε μοι φρένας ώς άνεμος κάτ όρος δρύσιν εμπέτων
γρήγορα ή ώρα πέρασε ' μεσάνυχτα κοντεύουν 'πάει τό φεγγάρι πάει κι ή Πούλια βασιλέψανε ' καί μόνο εγώ κοίτομαι δώ μονάχη κι έρημη
Ο ¨Ερωτας πού βάσανα μοιράζει , ο ¨Ερωτας πού παραμύθια πλάθει
μού άρπαξε τήν ψυχή μου καί τήν τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τά βουνά χυμάει μέσα στούς δρύς φυσομανώντας
Set is the moon, long set the Pleiades
Mid night come and lone I slumber
Ache –parting , lie-weaving Eros my mind blew
Gale though oaken wood rushing like
Σαπφώ/ Sappho
Τέσσερα τραγούδια για την αδερφή μου
1.Αχ και νά'σουν αδερφός μου
Ν'αγαπούσαμε όμοια κι οι δυό
Να σου λέω έλα κι έλα
Πήγαινε κι έλα
Και θέλω μαζί σου να πιώ
Αχ και νά 'σουν αδερφός μου
Σπίτι σου να τριγυρνώ
Ν'αγαπώ τους έρωτές σου
Τους γείτονές σου
Περνώντας να τους χαιρετώ
Αχ να σ'είχα αδερφό μου
Πάνω απ' τον ύπνο μου φρουρό
Ν' ακουμπώ στην αγκαλιά σου
Στην αγκαλιά σου
Να πέθαινα με τον καιρό
Oh that my brother you were
That you and I alike we loved
That bid you come and come I said
Go,and come
And with you drink I desire
Oh that my brother you were
In your abode that I wander
Your lovers that I adore
That passing by your neighbours I greet
Oh that my brother you were
Over my dreams guarding
In your arms recline
And in your arms perish in time
Γεωργία Συλλαίου
Γεωργία Συλλαίου
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016
Wildflowers in morning dew
Your eyelashes they sparkle lass
Lower your eyelashes lass
Take my breath away
Sister, my heartstrings your eyes apart they tear
Τα ματόκλαδά σου λάμπουν βρε
σαν τα λούλουδα του κάμπου σαν τα λούλουδα του κάμπου βρε τα ματόκλαδά σου λάμπουν Τα ματάκια σου αδερφούλα βρε μου ραγίζουν την καρδούλα μου ραγίζουν την καρδούλα βρε τα ματάκια σου αδερφούλα Τα ματόκλαδά σου γέρνεις βρε νου και λογισμό μου παίρνεις νου και λογισμό μου παίρνεις βρε Τα ματόκλαδά σου γέρνεις βρε |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)